- ουρανύλιο
- τοχημ. ανόργανη δισθενής ρίζα που περιέχεται στη σύνθεση ορισμένων ουρανικών αλάτων, γνωστών ως αλάτων τού ουρανυλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranyle (< ουράνιο + κατάλ. -ύλιο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουράνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο U. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 92, ατομικό βάρος 238,07. Είναι το βαρύτερο από τα φυσικά στοιχεία. Το ισότοπο φυσικό μείγμα… … Dictionary of Greek
φωσφουρανυλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό τού ουρανίου, που κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosphuranylite < phosph (< phosphoric [acid] < φωσφόρος) + uranyl (βλ. ουρανύλιο) + κατάλ. ite] … Dictionary of Greek